κιχάνω

κιχάνω
κιχάνω και κιγχάνω (Α)
1. συναντώ, βρίσκω, πετυχαίνω («μή σε γέρον κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω», Ομ. Ιλ.)
2. προλαβαίνω κάποιον ή κάτι, προφτάνω κάποιον ή κάτι (α. «ἠέ σε δουρὶ κιχήσομαι», Ομ. Ιλ.
β. «ὅ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε», Πίνδ.)
3. τυγχάνω* («ἆρ' ἔτ' ἐμψύχου, τέκνα, κιχήσεταί μου», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο θεματικός ενεστ. κιχάνω, που μαρτυρείται ήδη στα ομηρικά έπη, θα πρέπει να προέκυψε υποχωρητικά από τον αόρ. ἐκίχην και τον μέλλοντα κιχήσομαι ενός αθέματου ενεστώτα με αναδιπλασιασμένο θ. *κί-χη-μι κατά το σχήμα ἔφθην-φθήσομαι: φθάνω, θεματικοί τ. κιχήσατο, ἔκιχεν δημιουργήθηκαν και στον αόρ., ενώ η δωρ. διάλ. σχημάτισε σιγματικό τ. ἔκιξε. Στην αττ. διάλ. δημιουργήθηκε ο τ. κιγχάνω με ερρινοποίηση κατά το λαμβάνω. Ο υποτιθέμενος αρχικός τ. *κί-χη-μι ανάγεται σε ΙΕ *ghi-ghē-mi, που εμφανίζει την απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ghe- «είμαι κενός, εγκαταλείπω, πηγαίνω» και ενεστωτικό αναδιπλασιασμό. Σημαντική μορφική αντιστοιχία, με εξαίρεση το φωνήεν τού ενεστωτικού αναδιπλασιασμού, εμφανίζουν τα αρχ. ινδ. ja-hā-ti «εγκαταλείπω» και το αβεστ. za-zai-ti «διώχνω». Η απαθής βαθμίδα τής ρίζας χωρίς ενεστωτικό αναδιπλασιασμό εμφανίζεται στις γερμανικές γλώσσες, όπως λ.χ. στο αγγλοσαξ. gān- «πηγαίνω». Μακρινή είναι η συγγένεια τού κιχάνω με τα χάζομαι, χατέω, χήρα, χώρος, που θεωρείται ότι ανάγονται επίσης σε διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες τής ίδιας ΙΕ ρίζας.
ΠΑΡ. αρχ. κίχησις.
ΣΥΝΘ. αρχ. αντικιχάνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κιχάνω — reach pres subj act 1st sg κιχάνω reach pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιχήμενον — κιχάνω reach perf part mp masc acc sg κιχάνω reach perf part mp neut nom/voc/acc sg κιχάνω reach pres part mp masc acc sg κιχάνω reach pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιχάνετε — κιχάνω reach pres imperat act 2nd pl κιχάνω reach pres ind act 2nd pl κιχάνω reach imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιχάνῃ — κιχάνω reach pres subj mp 2nd sg κιχάνω reach pres ind mp 2nd sg κιχάνω reach pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιχήμεναι — κιχάνω reach perf part mp fem nom/voc pl κιχάνω reach pres part mp fem nom/voc pl κιχάνω reach pres inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιγχάνει — κιχάνω reach pres ind mp 2nd sg κιχάνω reach pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιγχάνω — κιχάνω reach pres subj act 1st sg κιχάνω reach pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιχησόμεθα — κιχάνω reach aor subj mid 1st pl (epic) κιχάνω reach fut ind mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιχάνει — κιχάνω reach pres ind mp 2nd sg κιχάνω reach pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιχάνομεν — κιχάνω reach pres ind act 1st pl κιχάνω reach imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”